- βροτήσιος
- βροτήσιος -α, -ον (Α)ο βρότειος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + -ήσιος (πρβλ. φιλοτήσιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βροτήσιος — βρότειος mortal masc nom sg βροτήσιος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτησίων — βρότειος mortal fem gen pl βρότειος mortal masc/neut gen pl βροτήσιος fem gen pl βροτήσιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek
διπλάσιος — α, ο (AM διπλάσιος, α, ον Α και διπλήσιος, α, ον) 1. ο δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος 2. το ουδ. ως ουσ. το διπλάσιο ποσό ή αξία δύο φορές μεγαλύτερη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *δίπλατος + ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροτος, διφάσιος < δίφατος) … Dictionary of Greek
βροτησίαι — βροτησίᾱͅ , βρότειος mortal fem dat sg (attic doric aeolic) βροτησίᾱͅ , βροτήσιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτησίαις — βρότειος mortal fem dat pl βροτήσιος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτησίαν — βροτησίᾱν , βρότειος mortal fem acc sg (attic doric aeolic) βροτησίᾱν , βροτήσιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτησίοις — βρότειος mortal masc/neut dat pl βροτήσιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτησίου — βρότειος mortal masc/neut gen sg βροτήσιος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)